- χιονολισθητήρας
- οείδος έλκηθρου που προωθείται είτε με τα πόδια είτε με τη χιονοδρομική ράβδο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χιονολισθητήρας — ο, Ν έλκηθρο που προωθείται είτε με τα πόδια είτε με χιονοδρομική ράβδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + ολισθητήρας] … Dictionary of Greek